Έναν άφωνο στραγγαλισμό σου ζήτησα
απ’ τα δικά σου χέρια μόνο ξεβγαλμένο
να ζήσω επιτέλους έναν έρωτα αλήτη
με σιωπή βαμμένη στο χρώμα που φοράς
Κι εσύ ξερίζωσες το λιόγερμα
και το ’στυψες στις ράγες των χειλιών μου
νομίζοντας πως έτσι θα αναστηθώ
στο όνειρο που θέλησα
Μα αίμα έσταξε απ’ τα χείλη μου
φωνάζοντας «προδωσία επιθυμίας»
και χωρίς ελπίδα να αναστηθώ
ξεψύχησα στην αγκαλιά σου…